Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρεμουλιάρης
Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-άρα, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων 2. αυτός που κρυώνει εύκολα 3. πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ.<τρεμούλα+ κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].