ταυροβόρος

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόρος Medium diacritics: ταυροβόρος Low diacritics: ταυροβόρος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: taurobóros Transliteration B: tauroboros Transliteration C: tavrovoros Beta Code: taurobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A devouring bulls, λέων APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere fressend, λέων, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων ταύρους, λέων Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les taureaux.
Étymologie: ταῦρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει ταύρους, ταυροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].

Greek Monotonic

ταυροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.