τετράστιχος

From LSJ
Revision as of 20:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστῐχος Medium diacritics: τετράστιχος Low diacritics: τετράστιχος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: tetrástichos Transliteration B: tetrastichos Transliteration C: tetrastichos Beta Code: tetra/stixos

English (LSJ)

ον,

   A in four rows or courses, LXX Ex.28.17, 36.17 (39.10).

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστῐχος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων στίχων ἢ σειρῶν, ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17, Λϛʹ, 8).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].