τετράγναθος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγνᾰθος Medium diacritics: τετράγναθος Low diacritics: τετράγναθος Capitals: ΤΕΤΡΑΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: tetrágnathos Transliteration B: tetragnathos Transliteration C: tetragnathos Beta Code: tetra/gnaqos

English (LSJ)

ον,

   A with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.
Étymologie: τέσσαρες, γνάθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράγναθος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις γνάθους
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράγναθος
γένος αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, ιδίως κοντά σε ρυάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γνάθος «σαγόνι» (πρβλ. πολύ-γναθος). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tetragnatha].