φορείο

Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φορεῖον, ΝΜΑ, και φόριον Α φορεύς
είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)
νεοελλ.
διάταξη ή σύστημα πάνω στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια κατασκευή (α. «φορείο αεροπλάνου» β. «φορείο μηχανήματος»)
αρχ.
1. φέρετρο
2. ζώο για μεταφορά φορτίων, υποζύγιο
3. αμοιβή ατόμου για τη μεταφορά φορτίου, κόμιστρο
4. μτφ. το ανθρώπινο σώμασῶμα φορεῖον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.).