έκαστος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἕκαστος, -η, -ον)
(επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο)
1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας
2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι
όλοι και ένας ένας χωριστά
β) «καθ' εκάστην» (ενν. ημέρα)
καθημερινά
γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος
αρχ.
1. με το εἷς για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς ἕκαστος»)
2. φρ. α) (με την πρόθεση παρά) «πάρ' ἕκαστον» — σε κάθε περίπτωση
β) (με το ως) «ὡς ἕκαστος» — ο κάθε ένας από μόνος του
3. αντί για το εκάτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποστηρίχτηκε ότι έκαστος < εκάς τις «χωριστά ο καθένας» (πρβλ. εις τις «καθένας»), με πιθανή αναλογική επίδραση του υπερθετικού σε -(ι)στος. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. εκάστου < εκάς τεο (ιων. τ. γενικής της αντων. τις), δοτ. εκάστῳ < εκάς τῳ. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. έκαστος προήλθε από το εκάς σε συνδυασμό με το επίθημα -τος του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].