αλευρικό

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το
1. δοχείο αλεύρων
2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων
3. κόσκινο, σήτα
4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι
5. παρασκεύασμα από αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + παραγ. κατάλ. -ι-κό, πρβλ. επίσης αλάτι-αλατικό, λάδι-λαδικό].