ακράτεια

From LSJ
Revision as of 22:49, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

η (Α ἀκράτεια)
αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας
νεοελλ.
φρ. «ακράτεια γλώσσας», πολυλογία, αθυροστομία. Ιατρ. (αγγλ. και γαλλ. incontinence). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη αδυναμία εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: ακράτεια ούρων (βλ. ούρηση), ακράτεια κοπράνων (βλ. αφόδευση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρατής
ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. acratia, απ' όπου και η σημασία του νεώτερου ιατρ. όρου της Ελληνικής].