ἀδέκαστος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον, (δεκάζω)
A unbribed, impartial, Arist.EN1109b8, Plu. Cim.10, Ael.NA17.16; διάνοια D.H.Th.34, etc. Adv. -τως, ἔχουσα φιλοσοφία Philostr.VA8.7.3, cf. Gal.11.417, Max.Tyr.6.6: Comp. -ότερον Luc.Hist.Conscr.47.
German (Pape)
[Seite 32] unbestochen, vom Richter (Tim. ὁ μὴ κρίσιν πιπράσκων), Arist. Eth. Nic. 2, 9, 6 u. Sp.; Luc. ἀδεκαστότερον ἐξηγεῖσθαι hist. scrib. 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέκαστος: -ον, (δεκάζω) ἀδωροδόκητος, ἀπροσωπόληπτος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6, Διον. Ἁλ., κτλ. - Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non corrompu, incorruptible, intègre.
Étymologie: ἀ, δεκάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 incorruptible, insobornable de pers., Plu.Cim.10, fig. Ael.NA 17.16, διάνοια D.H.Th.34.7, cf. PMasp.89re.B5, 295.1.5 (biz.)
•fig. imparcial οὐκ ἀδέκαστοι κρίνομεν (τὴν ἡδονήν) Arist.EN 1109b8
•subst. τὸ ἀ. imparcialidad, integridad Men.Prot.9.1.58
•compar. como adv. -ότερον Luc.Hist.Cons.47.
2 adv. -ως íntegra, imparcial, desinteresadamente ἀ. ἔχειν Philostr.VA 8.7, ποιεῖται ἀ. SEG 8.527.13 (Egipto I d.C.), ἀ. κρίνειν Gal.11.417, cf. Max.Tyr.35.6.
Greek Monotonic
ἀδέκαστος: -ον (δεκάζω), αυτός που δεν δωροδοκείται, σε Αριστ.· συγκρ. επίρρ. -ότερον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδέκαστος: досл. неподкупленный, неподкупный, перен. беспристрастный Arst., Plut., Luc.