ἀμαρυγή
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
[Att. ῠ, Ep.ῡ], ἡ,
A sparkling, twinkling, glancing, of objects in motion, as of the eye, h.Merc.45; of stars, A.R.2.42; of the sun, Procop.Vand.2.14; of any quick motion, ἵππων ἀ. Ar.Av.925:— also ἀμάρυγξ, γγος, ἡ, Hdn.Gr.2.743: ἀμάρυξις, εως, ἡ, Sch.A.R. 3.1018.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰρυγή: [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = μαρμαρυγή, ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, ἀντανάκλασις πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. ὄνομα εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. ἀμαρύσσω ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 éclair, rayon lumineux;
2 fig. course rapide comme un éclair.
Étymologie: ἀμαρύσσω.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰρυγή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-] [át. -ῠ-, ép. -ῡ-]
1 chispeo, destello ἀπ' ὀφθαλμῶν h.Merc.45, ὀφθαλμῶν A.R.3.1018, de las estrellas, A.R.2.42, Sch.Arat.941M., del sol, Procop.Vand.2.14.5.
2 viveza en la carrera ἵππων Ar.Au.925.
• Etimología: Cf. ἀμαρύσσω.
Greek Monolingual
ἀμαρυγή, η (AM) ἀμαρύσσω
1. (για κινούμενα σώματα) μαρμαρυγή, σπινθηρισμός, ακτινοβολία, λάμψη
2. γρήγορη κίνηση.
Greek Monotonic
ἀμᾰρυγή: (Αττ. ῠ, Επικ. ῡ),ἡ = μαρμαρυγή, ακτινοβόληση, σπινθηροβόληση, λέγεται για το μάτι, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα πόδια των αλόγων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰρῠγή: (ᾰμ; эп. ῡ) ἡ
1) мигание (ὀφθαλμῶν HH);
2) быстрое мелькание (ἵππων Arph.).