βουλιμία

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῑμία Medium diacritics: βουλιμία Low diacritics: βουλιμία Capitals: ΒΟΥΛΙΜΙΑ
Transliteration A: boulimía Transliteration B: boulimia Transliteration C: voulimia Beta Code: boulimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.

Spanish (DGE)

(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.

Greek Monolingual

η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.

Greek Monotonic

βουλῑμία: ἡ (βου-, λιμός), υπερβολική πείνα, αδηφαγία, λαιμαργία, ομώνυμη αρρώστια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

βουλῑμία: ἡ мучительный или неутолимый голод Arst., Plut.