δεκάπαλαι

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰπᾰλαι Medium diacritics: δεκάπαλαι Low diacritics: δεκάπαλαι Capitals: ΔΕΚΑΠΑΛΑΙ
Transliteration A: dekápalai Transliteration B: dekapalai Transliteration C: dekapalai Beta Code: deka/palai

English (LSJ)

[κᾰ], Adv.

   A a very long time ago, Com. form of πάλαι (cf. δωδεκάπαλαι), Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1.

German (Pape)

[Seite 542] komisch verstärktes πάλαι, Ar. Equ. 1150; com. bei Ath. I, 23 e.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάπαλαι: ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς τύπος τοῦ πάλαι, ὡς τὸ δωδεκάπαλαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
il y a bien longtemps.
Étymologie: δέκα, πάλαι.

Spanish (DGE)

(δεκάπᾰλαι)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. diez veces hace tiempo, hace mucho tiempo hipérb. cóm. sobre πάλαι Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1, Phot.δ 152, Eust.725.40.

Greek Monolingual

δεκάπαλαι επίρρ. (Α)
πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι.

Greek Monotonic

δεκάπαλαι: επίρρ., προ πολλού, πριν πολύ καιρό, όπως το δωδεκάπαλαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάπᾰλαι: adv. шутл. бесконечно давно Arph.