πυρίχρως

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίχρως Medium diacritics: πυρίχρως Low diacritics: πυρίχρως Capitals: ΠΥΡΙΧΡΩΣ
Transliteration A: pyríchrōs Transliteration B: pyrichrōs Transliteration C: pyrichros Beta Code: puri/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A fire-coloured, ὄψις Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a2.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ωτος ; acc. ων (ὁ, ἡ)
qui a la couleur du feu.
Étymologie: πῦρ, χρώς.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ
αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό-χρως].

Greek Monotonic

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, δηλ. πύρινο χρώμα, σε Αλκιδάμ. παρά Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίχρως: ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. багроволикий.