νουνέχεια

From LSJ
Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνέχεια Medium diacritics: νουνέχεια Low diacritics: νουνέχεια Capitals: ΝΟΥΝΕΧΕΙΑ
Transliteration A: nounécheia Transliteration B: nounecheia Transliteration C: nounecheia Beta Code: noune/xeia

English (LSJ)

ἡ,

   A good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νουνέχεια: ἡ благоразумие, рассудительность (ν. καὶ ἐπιδεξιότης Polyb.).