ζυγοστατέω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A weigh by the balance, weigh, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. Hist.Conscr.49; τινὰς πρὸς τὸν Τιμάρχου βραχίονα Alciphr.2.2. b act as libripens, MitteisChr.316ii4 (ii A.D.). II Pass., to be in equilibrium, Plb.6.10.7; ἐζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Id.1.20.5.
German (Pape)
[Seite 1141] auf die Wage legen, abwägen, τὰ γιγνόμενα ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. hist. conscr. 49; τινὰ πρός τινα, vergleichen, Alc. 2, 2. – Im Gleichgewicht erhalten, τὸ ζυγοστατούμενον = ἰσοῤῥοποῦν, Pol. 6, 10, 7, vgl. 1, 20, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοστᾰτέω: ζυγίζω διὰ τοῦ ζυγοῦ, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ πρός τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre dans la balance, peser.
Étymologie: ζυγοστάτης.
Greek Monotonic
ζῠγοστᾰτέω: μέλ. -ήσω, ζυγίζω, σταθμίζω με ζυγαριά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγοστᾰτέω: 1) класть на весы, взвешивать (ἐν τρυτάνῃ τι Luc.);
2) уравновешивать, pass. находиться в равновесии: ἑζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Polyb. война велась между ними без чьего-л. перевеса.