ὁμηλικία
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sameness of age (so perh. Il.20.465), used as a collective, those of the same age, esp. of young persons, ὁμηλικίην ἐρατεινήν Il.3.175 ; ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.326, cf. Od. 3.364, Thgn.1018 ; οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι Od.2.158, cf. Il.13.431 : as subj. of pl. verb, Supp.Epigr.1.567.6 (Karanis, iii B.C.). II of one person, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is of the same age with myself, Od.3.49 ; ὁ. δέ μοί ἐσσι 22.209, cf. 6.23 ; of two persons, Il.13.485.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das gleiche Alter; bes. collectiv, die Menschen von gleichem Alter, gleicher Jugend, die Gespielen, πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν, Il. 13, 431; λιποῦσα ὁμηλικίην ἐρατεινήν, 3, 175; vgl. 5, 326 Od. 2, 158; auch von Einzelnen, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ, mit mir gleichaltrig, 3, 49. 6, 23. 22, 209, was man fälschlich als fem. von einem nicht vorkommenden ὁμηλίκιος genommen hat; εἰ γὰρ ὁμηλικίη τε γενοίμεθα τῷδ' ἐπὶ θυμῷ, wenn wir bei dieser Gesinnung gleichaltrig wären, Il. 13, 485; Theogn. 1018.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηλῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ταυτότης ἡλικίας, μάλιστα ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων· καὶ ὡς περιληπτικόν, οἱ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ὁμήλικοι, φίλοι, «σύντροφοι», ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ἰλ. Γ. 175· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 326, πρβλ. Θέογν. 1018· περὶ τοῦ ὁμηλικίην ἐκέκαστο ἐν Ὀδ. Β. 158, ἴδε ἐν λ. καίνυμαι. ΙΙ. λεγόμενον πρὸς γυναῖκα, = ὁμῆλιξ, τῆς αὐτῆς ἡλικίας, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ Ὀδ. Γ. 49· ὁμ. δέ μοί ἐσσι Χ. 209.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 égalité d’âge;
2 collect. ceux du même âge, les contemporains ; p. ext., au sg. contemporain de, τινι.
Étymologie: ὁμῆλιξ.
Greek Monolingual
ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) ομήλιξ
1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας
2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία.
Greek Monotonic
ὁμηλῐκία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. το να έχει κάποιος την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ιδίως λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
II. όταν απευθύνεται σε γυναίκα, =ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ, μα εσύ έχεις την ίδια ηλικία με μένα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμηλῐκία: эп.-ион. ὁμηλῐκίη ἡ
1) одинаковый возраст (εἰ ὁμηλικίῃ γενοίμεθα Hom.);
2) ровесник, ровесница (ὁ. δέ μοί ἐσσι Hom.);
3) собир. ровесники, сверстники: ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Hom. которого он чтил больше всех своих сверстников.