δύσομβρος

From LSJ
Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσομβρος Medium diacritics: δύσομβρος Low diacritics: δύσομβρος Capitals: ΔΥΣΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dýsombros Transliteration B: dysombros Transliteration C: dysomvros Beta Code: du/sombros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A stormy: metaph., βέλη S.Ant.358 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσομβρος: -ον, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ῥαγδαῖος, Σοφ. Ἀντ. 358.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe comme une pluie violente.
Étymologie: δυσ-, ὄμβρος.

Spanish (DGE)

-ον de lluvia inclemente fig. βέλη S.Ant.358.

Greek Monolingual

δύσομβρος, -ον (Α)
τρικυμιώδης, θυελλώδης.

Greek Monotonic

δύσομβρος: -ον, θυελλώδης, τρικυμιώδης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσομβρος: подобный разрушительному ливню, бурный: δύσομβρα βέλα Soph. сильные ливни.