νηπιόφρων

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐόφρων Medium diacritics: νηπιόφρων Low diacritics: νηπιόφρων Capitals: ΝΗΠΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: nēpióphrōn Transliteration B: nēpiophrōn Transliteration C: nipiofron Beta Code: nhpio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A of childish mind, silly, Str.1.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.

Greek Monolingual

νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].

Greek Monotonic

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.

Middle Liddell

νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,
of childish mind, silly, Strab.