ἀνδροφονία
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ἡ,
A slaying of men, Arist.EN1107a12, Epicur.Fr.237 (pl.), D.H.4.24 (pl.), Plu.Rom. 22.
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, Menschenmord, Plut. Rom. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροφονία: ἡ, φόνος ἀνδρῶν, ἀνθρωποκτονία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 18, Πλουτ. Ρωμύλ. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
homicide, meurtre d’un homme.
Étymologie: ἀνδροφόνος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
asesinato, homicidio φεύγειν δουλείας ἢ ἀνδροφονίας Arist.Pr.951b3, cf. EN 1107a11, D.H.4.24, Plu.Rom.22, Ph.1.234, 497.
Greek Monotonic
ἀνδροφονία: ἡ, εξόντωση ανδρών, σε Αριστ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροφονία: ἡ человекоубийство Arst., Plut.