προσαρκέω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
A give aid, succour, assist, τινι S.OT141; ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν ib.12; ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Id.OC72; τοῖς πᾶσιν εἶξαι καὶ π. χάριν Id.Fr.524.2: abs., E.Hec.862:—Pass., to be satisfied, c. part., Longin. ap. Porph.Plot.20.
German (Pape)
[Seite 752] (s. ἀρκέω), genügen, hinreichenden Beistand leisten, τινί, Soph. O. R. 141, vgl. 12; Eur. Hec. 862; übh. gewähren, leisten, darbieten, ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα, Soph. O. C. 72, der auch προσαρκέσας χάριν frg. 469 verbindet, Conject.; Plat. Theaet. 168 c; Plut. Fab. 27. – S. προσάρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσαρκέω: μέλλ. -έσω, παρέχω τὴν ἀναγκαίαν βοήθειαν, βοηθῶ, συντρέχω, τινι Σοφ. Ο. Τ. 141· ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ πρ. πᾶν αὐτόθι 12· ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Ο. Κ. 72· τοῖς πᾶσι δεῖξαι καὶ πρ. χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 470· πρβλ. προσάρχομαι· ἀπολ., Εὐρ. Ἑκ. 862. ― Παθ., ἀρκοῦμαι, ἱκανοποιοῦμαι μετὰ μετοχ., Λογγίν. Ἀποσπ. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir au secours de : τινι de qqn ; τι assister en qch.
Étymologie: πρός, ἀρκέω.
Greek Monotonic
προσαρκέω: μέλ. -έσω, παρέχω την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω, βοηθώ, τινί, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προσαρκέω: приходить на помощь, помогать (τινι Soph.): ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν Soph. ибо я желал бы помочь всем, (чем могу); εἰς βοήθειαν π. τινι Plat. оказывать кому-л. помощь.