τύ

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύ Medium diacritics: τύ Low diacritics: τυ Capitals: ΤΥ
Transliteration A: Transliteration B: ty Transliteration C: ty Beta Code: tu/

English (LSJ)

τυ,

   A v. σύ.

German (Pape)

[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.

Greek (Liddell-Scott)

τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σύ.

English (Slater)

τύ v. σύ.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. εσύ.———————— (II)
Α
βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., αντί οἱ.———————— (III)
Α
βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. αντί τῷ.

Greek Monotonic

τύ:I. Δωρ. ονομ. αντί σύ.
II. Δωρ. αιτ. αντί σέ.

Russian (Dvoretsky)

τύ: дор. = σύ; дор. энкл. = σέ (acc. к σύ).