χερειότερος

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερειότερος Medium diacritics: χερειότερος Low diacritics: χερειότερος Capitals: ΧΕΡΕΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: chereióteros Transliteration B: chereioteros Transliteration C: chereioteros Beta Code: xereio/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. Comp. for sq., Il.2.248, 12.270, AP7.371 (Crin.), Q.S.5.555.

German (Pape)

[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.

Greek (Liddell-Scott)

χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χερείων.

English (Autenrieth)

χερείων (Il.)

Greek Monolingual

-οτέρα, -ον Α
(επικ. τ.) βλ. χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χερειότερος: -α, -ον, Επικ. αντί του επομ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

χερειότερος: эп. compar. к χείρων.