ἀρι

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

German (Pape)

[Seite 350] untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend, verwandt mit ἀρείων, ἄριστος, ἀρετή, Ἄρης, s. ἀρείων.

English (Autenrieth)

(root ἀρ): inseparable intensive prefix, very.

Greek Monotonic

ἀρῐ: [ᾰ], αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως ἐρι-, επιτείνει τη σημασία που εκφράζεται από τη λέξη με την οποία συντίθεται· από την ίδια ρίζα με Ἄρης, ἀρετή.

Russian (Dvoretsky)

ἀρῐ: (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος).