ἀντεπιτάσσω

From LSJ
Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιτάσσω Medium diacritics: ἀντεπιτάσσω Low diacritics: αντεπιτάσσω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΤΑΣΣΩ
Transliteration A: antepitássō Transliteration B: antepitassō Transliteration C: antepitasso Beta Code: a)ntepita/ssw

English (LSJ)

   A order in turn, τινὶ ποιεῖν τι Th.1.135; τινί τι Pl.Ti.20b.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen auftragen, τινί, Plat. Tim. 20 b; Thuc. 1, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιτάσσω: ἐπιτάσσω καὶ ἐγώ, τινὶ ποιεῖν τι Θουκ. 1. 135· τινί τι Πλάτ. Τίμ. 20Β.

French (Bailly abrégé)

donner ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιτάσσω.

Spanish (DGE)

mandar, ordenar a su vez ἀντεπέταξαν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐλαύνειν αὐτό Th.1.135, ὑμῖν ἃ καὶ νῦν λέγω Pl.Ti.20b, en v. pas. αὐτὸς ἀντεπιταχθῆναι δύναμαι D.C.53.9.1.

Greek Monolingual

ἀντεπιτάσσω (Α)
διατάζω, προστάζω και εγώ.

Greek Monotonic

ἀντεπιτάσσω: μέλ. -ξω, διατάζω με τη σειρά μου, τινὶ ποιεῖν τι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιτάσσω: атт. ἀντεπιτάττω в свою очередь приказывать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc. и τινί τι Plat.).