ἄτριον
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
τό, Dor. for ἤτριον, Theoc.18.33, AP15.27 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 389] dor. = ἤτριον, Hesych.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἤτριον.
Spanish (DGE)
v. ἤτριον.
-ου, τό
• Grafía: graf. ἄτρειον IStratonikeia 15.7, 664.4 (ambas I d.C.), SB 8247.15 (II d.C.), POxy.2406 (II d.C.)
lat. atrium, patio central de una casa privada POxy.l.c.
•gran sala de un gimnasio τὸ ἄτρειον τοῦ ἄνω γυμνασίου IStratonikeia 664.4 (Lagina), cf. 15.7
•ref. al Atrium Magnum de Alejandría PFouad 21.4 (I d.C.), SB l.c.
•sent. dud. en la advocación Ἴσις ἐν ἀτρίῳ IPDésert 70.3 (II d.C.), IGR 1.1048 (Alejandría II d.C.), Teucer en Cat.Cod.Astr.7.202.
Greek Monotonic
ἄτριον: τό, Δωρ. αντί ἤτριον.
Russian (Dvoretsky)
ἄτριον: (ᾱ) τό дор. Theocr. = ἤτριον.