ἀτάρβητος
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A ἐνὶ στήθεσσιν ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, cf. Hes.Sc.110, A.Fr.199: neut. pl. as Adv., ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται stalks abroad without fear, S.Aj. 196. Adv. -τως Suid. II not dreaded, κάματοι IG14.1003.2, cf. ib.7.96.
German (Pape)
[Seite 383] dasselbe, νόος Il. 3, 63; Aesch. frg. 182; Soph. Ai. 195.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρβητος: -ον, ἄφοβος, ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ ὕβρις ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ ἀνειμένως παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀταρβής.
English (Autenrieth)
(ταρβέω): undaunted, Il. 3.63†.
Spanish (DGE)
-ον
1 ref. a pers. que no conoce el miedo, intrépido ἐνὶ στήθεσσι ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, ἀτάρβητον Διὸς υἱόν Hes.Sc.110, cf. Emp.B 44, A.Fr.199.1, Triph.137, Q.S.7.383, Nonn.D.45.216, IG 7.96.4 (Mégara IV d.C.).
2 ref. a acciones arriesgado ἵστορ ἀταρβήτων, Ἡρακλέες, καμάτων IG 14.1003.2.
3 adv. -ως audaz, intrépidamente ἐχθρῶν δ' ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾶτ' S.Ai.196.
Greek Monolingual
ἀτάρβητος, -ον (Α)
1. ατρόμητος, άφοβος
2. εκείνος τον οποίο δεν φοβάται ή δεν λογαριάζει κάποιος.
Greek Monotonic
ἀτάρβητος: -ον (ταρβέω), άφοβος, απτόητος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρβητος: Hom., Hes., Aesch., Soph., Plut. = ἀταρβής 1.