ἄσταχυς
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
υος, ὁ, (στάχυς with prothetic α):—
A ear of corn, Il.2.148, Hdt.5.92.ζ, Call.Cer.20, etc.: metaph., βοστρύχων ἀστάχυες Philostr. Im.1.7, cf. Luc.Charid.3. II bandage, Gal.18(1).813.
German (Pape)
[Seite 374] υος, ὁ, = στάχυς, mit euphon. α, Kornähre, Hom. Il. 2, 148 u. Sp. D.; Her. 5, 92; Plut.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
épi de blé.
Étymologie: ἀ- prosth., στάχυς.
English (Autenrieth)
υος: ear of grain, pl., Il. 2.148†.
Spanish (DGE)
v. σταχύς.
Greek Monolingual
ἄσταχυς, ο (Α)
1. το στάχι
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ' άλλη άποψη, το α- πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά].
Greek Monotonic
ἄστᾰχυς: -υος, ὁ (α ευφωνικό, σταχύς), στάχυ από σιτηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστᾰχυς: ους ὁ колос Hom., Her., Luc.