γεννικός

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννικός Medium diacritics: γεννικός Low diacritics: γεννικός Capitals: ΓΕΝΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gennikós Transliteration B: gennikos Transliteration C: gennikos Beta Code: genniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = γενναῖος, noble, Ar.Eq.457 (Sup.), Pl.Phdr.279a (Comp.); γ. καὶ κοσμία γύναι Men. Georg.42; of things, λεπαστή Antiph.45; δεῖπνον Alciphr.3.5. Adv. -ῶς Ar.Lys.1070, Antiph. 192, Luc.Somn.7, Max. Tyr.31.1; vigorously, drastically, of the action of medicines, Gal.11.864, al.

German (Pape)

[Seite 483] = γενναῖος, bes. übertr., edel, Plat. Theaet. 144 d; ἦθος γεννικώτερον Phaedr. 279 a; trefflich, ὦ γεννικώτατον κρέας Ar. Equ. 457; εὐωχίαι Eub. Ath. VIII, 347 d.

Greek (Liddell-Scott)

γεννικός: -ή, -όν, = γενναῖος, εὐγενής, γενναῖος, γενναιόφρων, ἐξαίρετος, Λατ. generosus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 457, Πλάτ. Φαίδρ. 279Α.― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1071.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
noble, généreux.
Étymologie: γέννα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. noble de conducta y temperamento γεννικὸν λέγεις τὸν ἄνδρα Pl.Tht.144d, ἦθος Pl.Phdr.279a, γ. καὶ κοσμία γύναι noble y honrada mujer Men.Georg.42, cf. Luc.Cont.14, neutr. compar. como adv. γεννικώτερον ἔδοξεν ἀντιβῆναι M.Ant.7.66
gallardo, resuelto οὐ μενῶ γ.; X.Eph.1.4.2, c. inf. δρᾶσαι para la acción X.Eph.5.3.1.
2 de cosas excelente, espléndido ὦ γεννικώτατον κρέας en uso cóm. ref. al morcillero, Ar.Eq.457, ἀκροκώλιον Eub.6.9, εὐωχίαι Eub.35, δεῖπνον γ. un espléndido banquete Alciphr.3.2.2, reforzado c. ac. de rel. γεννικῇ τὸ μέγεθος κοίλῃ λεπαστῇ Antiph.47
subst. τὸ γ. nobleza Sch.S.Ai.485P.
II adv. -ῶς
1 noble, resueltamente, con gallardía χωρεῖν ἄντικρυς Ar.Lys.1070, θρέψεσθαι Luc.Somn.7, cf. Max.Tyr.25.1.
2 espléndida, abundantemente en el banquete παρασκευάζεται πλευράν Antiph.190.4, cf. Hsch.

Greek Monolingual

γεννικός, -ή, -όν (Α) γέννα
1. ο γενναίος, αυτός που έχει ευγενικό ήθος
2. (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας.

Greek Monotonic

γεννικός: -ή, -όν = γενναῖος, ευγενής, αριστοκράτης, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γεννικός: 1) благородный (ἦθος Plat.);
2) отличный, могучий (κρέας Arph.).