διπάλαιστος

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐπάλαιστος Medium diacritics: διπάλαιστος Low diacritics: διπάλαιστος Capitals: ΔΙΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dipálaistos Transliteration B: dipalaistos Transliteration C: dipalaistos Beta Code: dipa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.

Greek (Liddell-Scott)

διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.

Spanish (DGE)

(δῐπάλαιστος) -ον

• Alolema(s): -πάλαστος X.Cyn.2.4, ID 1442A.47 (II a.C.)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que mide dos palmos de largo o de ancho ἄρκυς X.l.c., βέλος Plb.27.11.2, δάδια ID l.c., φιάλη ID 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura D.S.18.26.
2 neutr. plu. subst. dos palmos, medida de dos palmos ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.HP 4.11.6, Nic.Fr.74.10.

Greek Monolingual

διπάλαιστος, -ον και διπαλαιστιαῑος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλαιστή, αιολ. τ. του παλαστή «παλάμη»].

Greek Monotonic

διπάλαιστος: -ον (παλαιστή), αυτός που έχει πλάτος δύο παλάμες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διπάλαιστος: размером в две палесты (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.