διχόμηνος

From LSJ
Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόμηνος Medium diacritics: διχόμηνος Low diacritics: διχόμηνος Capitals: ΔΙΧΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dichómēnos Transliteration B: dichomēnos Transliteration C: dichominos Beta Code: dixo/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A dividing the month, i. e. at or of the full moon, ἑσπερίη h.Hom.32.11; δ. σελήνη Gp.10.48.2, cf. Plu.Flam.4; διχόμηνος, ἡ, Arat.808, Ph.2.293; διχομήνη, ἡ, Gp.2.14.7, Cat.Cod.Astr.1.173.

German (Pape)

[Seite 646] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; σελήνη, der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. διχόμην.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόμηνος: -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. σελήνη Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω διχόμηνος, ἡ, Ἄρατ. 808· ― ὡσαύτως διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ σελήνη συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du milieu du mois : σελήνη διχόμηνος lune du milieu du mois, càd pleine lune.
Étymologie: δίχα, μήν².

Spanish (DGE)

(δῐχόμηνος) -ον

• Morfología: [fem. -η Cat.Cod.Astr.1.173.3, Gp.2.14.7; neutr. sg. lat. dichomanon Ps.Apul.Herb.65.9 (ap. crít.)]
I 1ref. a la luna de mediados del ciclo lunar, de plenilunio, lleno en uso pred. εὐτ' ἂν ... ἐλάσῃ ... ἵππους δ. cuando (la luna) impulsa sus caballos mediado su ciclo, h.Hom.32.11, ἦν δ. (ἡ σελήνη) había luna llena Plu.Flam.4, cf. 2.288b, 658f, ἐν δ. σελήνῃ Gp.10.48.2, cf. Cat.Cod.Astr.l.c.
subst. ἡ δ. plenilunio, luna llena ἐκ διχομήνου ἐς διχάδα φθιμένην Arat.808.
2 que sucede a mitad de mes τῆς δὲ ἑορτῆς ἀρχὴ δ., ἡ πεντεκαιδεκάτη el inicio de la fiesta tiene lugar a mediados de mes, el día quince Ph.2.293.
3 de media luna op. πανσέληνος: ἐν τῷ διχομήνῳ σχήματι Alex.Aphr.Pr.1.66.
II bot., subst. τὸ δ. peonía, Paeonia officinalis L., Ps.Apul.l.c.

Greek Monolingual

διχόμηνος, -ον και διχόμην, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στο μέσο του μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της
2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος
η πανσέληνος.

Greek Monotonic

δῐχόμηνος: -ον (μήν), αυτός που διαχωρίζει το μήνα, δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διχόμηνος: приходящийся на середину месяца, т. е. полный (σελήνη HH, Plut.).