δύσνοια
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ἡ,
A disaffection, ill-will, malevolence, S.El.654, E.Hec.973, Pl.Tht.151d, Plu.Demetr.3, Phld. Lib.p.29 O., etc.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, das Uebelwollen, die Abgeneigtheit; Soph. El. 644; Eur. Hec. 975; in Prosa, Plat. Theaet. 151 d u. Sp., wie Plut. Dem. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνοια: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, δυσμένεια, Σοφ. Ἠλ. 654, Εὐρ. Ἑκ. 973, Πλάτ. Θεαιτ. 151D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: δύσνοος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mala voluntad, malevolencia ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.El.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.Hec.973, ἀπιστία καὶ δ. Plu.Demetr.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. εὔνοια Pl.Tht.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι αὐτοῦ ἕνεκεν ἐκείνου Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aristeas 270, Pythag.Ep.7.2, Phld.Lib.fr.60.7
•c. prep. δ. ἐς τοὺς Θηβαίους Paus.9.13.8, ἡ πρὸς Ἡρώδην δ. I.AI 15.169, cf. D.C.41.63.5.
Greek Monolingual
δύσνοια, η (Α)
δυσμένεια, εχθρική διάθεση.
Greek Monotonic
δύσνοια: ἡ (δύσνοος), εχθρική διάθεση, δυσμένεια, κακοβουλία, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσνοια: ἡ неприязнь, враждебность Soph., Eur., Plat. etc.