δουπήτωρ

Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A clattering, χαλκός AP4.3b.13 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 662] ορος, ὁ, tosend od. tödtend, χαλκός, Agath. proleg. 59 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

δουπήτωρ: -ορος, ὁ ὁ παράγων δοῦπον, κρότον, χαλκὸς, Ἀνθ. Π. 4. 3, 59.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui fait un bruit sourd.
Étymologie: δουπέω.

Spanish (DGE)

-ορος resonante χαλκός AP 4.3b.13 (Agath.).

Greek Monolingual

δουπήτωρ, ο (Α)
αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.

Greek Monotonic

δουπήτωρ: -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουπήτωρ: ορος adj. m гудящий, гремящий (χαλκός Anth.).