δολοφροσύνη
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ἡ,
A craft, subtlety, Il.19.97,112.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, listiger Anschlag, List; Homer zweimal, Il. 19, 97. 112; – Ap. Rh. 4, 687.
Greek (Liddell-Scott)
δολοφροσύνη: ἡ, διολιότης, πανουργία, Ἰλ. Τ. 97, 112.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ruse, fourberie.
Étymologie: δολόφρων.
English (Autenrieth)
wile, Il. 19.97 (pl.) and 112.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [ép. plu. dat. -ῃς Il.19.97, -ῃσι A.R.4.687, Colluth.369, Opp.H.3.156, AP 2.175 (Christod.)]
engaño, falacia Ἥρη ... δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν Il.l.c., Ζεὺς δ' οὔ τι δολοφροσύνην ἐνόησεν Il.19.112, τοὺς δὲ ἅμ' ἕπεσθαι ... δολοφροσύνῃσιν ἄνωγεν (Circe) con engaños les mandaba seguirla A.R.l.c., δολοφροσύνῃ δ' ἐκέκαστο Eudoc.Cypr.93B., cf. Q.S.5.210, Nonn.D.20.290, 48.685, AP l.c., c. gen. subjet. δολοφροσύναι ὀνείρων Colluth.l.c.; σηπίαι ... δολοφροσύνῃσι μέλονται Opp.l.c.
Greek Monolingual
δολοφροσύνη, η (AM)
δολιότητα, πανουργία.
Greek Monotonic
δολοφροσύνη: ἡ, πονηριά, δολιότητα, πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δολοφροσύνη: ἡ коварство, лукавство, хитрость Hom.