ἐκθρῴσκω
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
fut. -θοροῦμαι: aor. -έθορον:—
A leap out of,c.gen., ἔκθορε δίφρου Il.16.427 ; ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182, cf. 23.353; ἐ.ναῶν A.Pers.457; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of the violent beating of the heart, 11.10.95 : abs., leap forth, Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε 21.539, cf. Corn.ND19 : rarely c.acc., δίκτυον ἐ. AP9.371 ; start up, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Luc.DMar.2.3; come from the womb, to be born, h.Ap. 119.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκθοροῦμαι, ao.2 ἐξέθορον, pf. inus.
sauter, s’élancer hors de.
Étymologie: ἐκ, θρῴσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: fut. part. ἐκθορούμενος Didym.M.39.825C, cf. 826A, Ps.Steph.211.31; aor. ind. ἐξέθορον Il.21.539, Hes.Th.281, sin aum. ἔκθορον Il.7.182, 16.427, Stesich.105 (b).9S.
A intr.
I 1de pers. y anim. saltar de, en aor. frec. dar un salto desde c. gen. ἔκθορε δίφρου Il.16.427, Nonn.D.36.210, ἐκθόρον ἵππου los dánaos salieron de un salto del caballo de Troya, Stesich.l.c., ναῶν ἐξέθρῳσκον A.Pers.457, cf. h.Bacch.9, Q.S.7.420
•fig. salir precipitadamente ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε S.OC 233
•abs. aparecer de un salto, salir, surgir Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε Apolo se puso delante de un salto, Il.21.539, τῇ δ' ἔκθορε ἄναξ de Hades cuando rapta a Perséfone h.Cer.430, cf. Stesich.105S., Call.Fr.43.123.
2 de inanim. salir ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης de las suertes barajadas en un casco Il.7.182, cf. 23.353, καπνὸν ἐκθρώσκοντα el humo que sale de una ciudad devastada, Amynt.SHell.44.
II de partes del cuerpo
1 saltar, salir κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει el corazón se me salta del pecho, Il.10.95, de los ojos ὅσοι δὲ ὥσπερ ἐκθρώσκοντες πάλλονται Adam.1.14
•de nacimientos fabulosos salir, nacer ἐκ δ' ἔθορε πρὸ φόως δέ Apolo h.Ap.119, cf. Call.Del.255, τῆς ... ἐξέθορε Χρυσάωρ de ella (Medusa al ser degollada) nació Crisaor Hes.Th.281, Διόνυσος τῆς ... μητρὸς ἐκθρῴσκει Philostr.Im.1.14, del nacimiento de Atenea, Corn.ND 19 (p.35), (ποίη) ἔθορε γαίης Opp.H.497, de tipo cósmico (ἡ ψυχή) ... οἷον ἐξέθορεν ἐκ τοῦ παντὸς εἰς μέρος Plot.6.4.16, τῶν ἐξ ὠοῦ ἐκθορουμένων Didym.M.39.825C, cf. 826A, Ps.Steph.211.31.
2 levantarse de un salto del sueño, Luc.DMar.2.3, c. gen. τοῦ ἐνυπνίου Philostr.Her.6.14, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Luc.Herm.71, τῆς κοίτης I.BI 1.328, οὔτε ὑπὸ κακοπραγίας τινὸς ἐκθρώσκοντες Philostr.VA 2.36.
B tr. c. ac. saltar de, escapar δίκτυον ἐκθρῴσκοντα ... λαγωὸν σεῦε κύων un perro perseguía a una liebre que escapaba de una red, AP 9.371.
Greek Monotonic
ἐκθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐξέθορον· πηδώ έξω από, με γεν., ἔκθορε δίφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, λέγεται για τον έντονο χτύπο της καρδιάς, στο ίδ.· σπανίως με αιτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθρῴσκω: (fut. ἐκθοροῦμαι, aor. 2 ἐξέθορον)
1) выпрыгивать, выскакивать (ἔξω τινός Hom. и τινός Hom., Aesch., редко τι Anth.): ἐκθορεῖν πρὸ φόωσδε HH - in tmesi родиться на свет; ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. пробудиться от сна;
2) устремляться, бросаться: ἀντίος ἐξέθορε Hom. он бросился навстречу: χθονὸς ἐκθορεῖν Soph. бежать прочь из страны.