ἐπικήριος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ον, = sq., Heraclit. ap. Luc.Vit.Auct.14.
German (Pape)
[Seite 948] = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à la mort, mortel, périssable.
Étymologie: ἐπί, κῆρ.
Greek Monotonic
ἐπικήριος: τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. παρά Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικήριος: Luc. = ἐπίκηρος.