ἐπίκαρ
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A head-foremost, better divisim ἐπὶ κάρ, v. κάρ 11.
German (Pape)
[Seite 945] auf dem Kopfe, kopfüber, vgl. ἀνάκαρ, Il. 16, 392, richtiger getrennt geschr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκᾰρ: Ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, εἰς τὸ κάταντες, ἀλλὰ κάλλιον διῃρημένως, ἐπὶ κάρ. ἴδε κὰρ Π. Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see κάρ.
Greek Monolingual
ἐπίκαρ και ἐπὶ κὰρ (Α)
επίρρ. πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρ «κεφάλι»].
Greek Monotonic
ἐπίκᾰρ: επίρρ., στο κεφάλι, βλ. κάρ II.