ἐριούνης

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριούνης Medium diacritics: ἐριούνης Low diacritics: εριούνης Capitals: ΕΡΙΟΥΝΗΣ
Transliteration A: erioúnēs Transliteration B: eriounēs Transliteration C: erioynis Beta Code: e)riou/nhs

English (LSJ)

ὁ, v. sq.

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ, = Folgdm, Il. 20, 34 Od. 8, 322.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριούνης: ὁ, ἴδε τὸ ἐπόμ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ),
c. ἐριούνιος, le bienfaisant (Hermès), IL. 20.34, OD. 8.322.
Étymologie: ἐρι-, ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

and ἐριούνιος (ὀνίνημι): helpful, the Helper, epith. of Hermes; subst., Il. 24.440.

Greek Monotonic

ἐριούνης: και ἐρι-ούνιος, ὁ, Ομηρ. επίθ. του Ερμή (πιθ. από τα ἐρι-, ὀνίνημι), αυτός που ωφελεί πάρα πολύ, πρόξενος ευτυχίας, αυτός που φέρνει τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριούνης: ὁ Hom. = ἐριούνιος.