θεοβλάβεια

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοβλάβεια Medium diacritics: θεοβλάβεια Low diacritics: θεοβλάβεια Capitals: ΘΕΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: theoblábeia Transliteration B: theoblabeia Transliteration C: theovlaveia Beta Code: qeobla/beia

English (LSJ)

[βλᾰ], ἡ,

   A infatuation sent by the gods, madness, Aeschin. 3.133, D.H.1.24, D.C.44.8 (-ία codd.).

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Zustand eines θεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ θεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch θεοβλαβία D. Cass. 44, 8.

Greek (Liddell-Scott)

θεοβλάβεια: ἡ, ἡ κατάστασις ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, τύφλωσις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démence envoyée par la divinité.
Étymologie: θεοβλαβής.

Greek Monolingual

θεοβλάθεια, ἡ (Α) θεοβλαβής
παραφροσύνη, τύφλωση του νου σταλμένη ως τιμωρία από κάποιον θεό.

Greek Monotonic

θεοβλάβεια: ἡ, μανία, τρέλα, τύφλωση των φρενών, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

θεοβλάβεια: (λᾰ) ἡ помешанность, безумие Aeschin.