ἱλάομαι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ῐλᾰ], Ep. pres. for
A ἱλάσκομαι, ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται Il.2.550; ἱλάεσθαι A.R.2.847:—also ἱλέομαι, A.Supp.117(lyr.): ἱλεόομαι, Pl.Lg.804b and later Prose, as Luc.Salt.17, Porph.Antr. 20, D.C.59.27, Procop.Aed.3.6, Ps.-Callisth.1.6:—also ἱλαόομαι, MAMA1.230 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 1250] ep., dasselbe; Il. 2, 550; Ap. Rh. 2, 846. 4, 479; Dion. Per. 853. S. ἱλέομαι u. ἱλεόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλάομαι: ῑλᾱ. Ἐπικ. ἀντὶ ἱλάσκομαι, Ἰλ. Β. 550, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 847: τύπος τις ἱλέομαι ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117, 128· ἱλεόομαι ἐν Πλάτ. Νόμ. 804Β, Λουκ. π. Ὀρχ. 17, Δίων Κ. 59, 27., 78. 34.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. épq.
c. ἱλάσκομαι.
Greek Monolingual
ἱλάομαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.
Greek Monotonic
ἱλάομαι: [ῐλᾰ], = ἱλάσκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.