ἱερή

From LSJ
Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερή Medium diacritics: ἱερή Low diacritics: ιερή Capitals: ΙΕΡΗ
Transliteration A: hierḗ Transliteration B: hierē Transliteration C: ieri Beta Code: i(erh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἱέρεια, AP7.733 (Diotim., nisi leg. ἱερῆ): Att. ἱερά Pl. ap.AB100.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερή: ἡ, = ἱέρεια, (ὡς βασίλη ἀντὶ βασίλεια), Συλλ. Ἐπιγρ. 2108, Ἀνθ. Π. 7. 733, Ἀττ. ἱερά, Πλάτ. ἐν Α. Β. 100. Πρβλ. μελλιέρη, παριέρη.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἱερή, αττ. τ. ἱερά)
νεοελλ.
θηλ. του επιθ. ιερός
αρχ.
η ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του αττ. ιερά].

Greek Monotonic

ἱερή: ἡ, = ἱέρεια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱερή, ἡ, = ἱέρεια, Anth.]