καλλιζυγής
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ές,
A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.
Greek Monolingual
καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισο-ζυγής, ομο-ζυγής].
Greek Monotonic
καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).