κευθάνω
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
poet. for κεύθω, impf.
A ἐκεύθανον Il.3.453.
German (Pape)
[Seite 1426] poet. = κεύθω, Il. 3, 453, im imperf.
Greek (Liddell-Scott)
κευθάνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεύθω, ἐκεύθανον, Ἰλ. Γ. 453.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. ἐκεύθανον;
c. κεύθω.
English (Autenrieth)
= κεύθω, Il. 3.453†.
Greek Monolingual
κευθάνω (Α)
(ποιητ. τ. του κεύθω) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — γιατί δεν θα τον έκρυβαν, αν κανείς τον έβλεπε, Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κευθάνω: ποιητ. αντί κεύθω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κευθάνω: (только impf.) Hom. = κεύθω.