Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκλόσε

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλόσε Medium diacritics: κυκλόσε Low diacritics: κυκλόσε Capitals: ΚΥΚΛΟΣΕ
Transliteration A: kyklóse Transliteration B: kyklose Transliteration C: kyklose Beta Code: kuklo/se

English (LSJ)

Adv., (κύκλος)

   A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.

English (Autenrieth)

in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.

Greek Monolingual

κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδό-σε, υψό-σε)].

Greek Monotonic

κυκλόσε: επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλόσε [κύκλος] adv., rondom. ( βοείην ) τανύουσι κυκλόσε zij trekken de runderhuid naar alle kanten strak Il. 17.392; περὶ δ ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ ’ ὅσσοι ἄριστοι κυκλόσε rond hem stond de gehele elite verzameld in een kring Il. 4.212.