λυσσητήρ

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσητήρ Medium diacritics: λυσσητήρ Low diacritics: λυσσητήρ Capitals: ΛΥΣΣΗΤΗΡ
Transliteration A: lyssētḗr Transliteration B: lyssētēr Transliteration C: lyssitir Beta Code: lusshth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.

Greek Monolingual

λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικη-τήρ, πωλη-τήρ)].

Greek Monotonic

λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1) бешеный (κύων Hom.);
2) беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).