μακρολογία
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ἡ,
A length of speech, opp. βραχυλογία, Pl.Grg.449c, Prt.335bsq., Arist.Rh.1418b25, Gal.10.425.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολογία: ἡ, μῆκος λόγου, πολυλογία, μακρηγορία, ἀντίθετ. τῷ βραχυλογία, Πλάτ. Γοργ. 449C, Πρωτ. 335Β. κἑξ., Νόμ. 655Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
long discours, prolixité.
Étymologie: μακρολόγος.
Greek Monolingual
η (AM μακρολογία) μακρολόγος
1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία
2. απεραντολογία, πολυλογία.
Greek Monotonic
μακρολογία: ἡ, μάκρος λόγου, πολυλογία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μακρολογία: ἡ длинная речь или беседа, долгий разговор Plat. etc.