οἰκισμός

Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A = οἴκισις, Sol.19.5 ; πόλεων οἰκισμοί foundations of cities, Pl.Lg.708d, cf. Ephes.2.20(ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, Σόλων 11. 5· πόλεων οἰκισμοί, ἱδρύσεις πόλεων, Πλάτ. Νόμ. 708D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fondation ou colonisation.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκισμός) οικίζω
1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός
2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεωνπόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμόςαγροτικός οικισμός»)
2. κατοικημένη περιοχή μικρότερη σε πληθυσμό από το χωριό, η οποία συνήθως αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.

Greek Monotonic

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, σε Σόλωνα, Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκισμός: ὁ основание, постройка (πόλεως Plat.).