παλινστομέω
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
A = δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.
German (Pape)
[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler de nouveau.
Étymologie: πάλιν, στόμα.
Greek Monotonic
πᾰλινστομέω: ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινστομέω: опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch.