ὀμοργάζω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A = ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).
German (Pape)
[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
French (Bailly abrégé)
c. ὀμόργνυμι.
Greek Monolingual
ὀμοργάζω (Α)
σφουγγίζω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- του ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].
Greek Monotonic
ὀμοργάζω: = ὀμόργνυμι, σκουπίζω, σφουγγίζω, γʹ ενικ. παρατ. ὠμόργαζε, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὀμοργάζω: HH = ὀμόργνυμι.