πείθαρχος

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πείθαρχος Medium diacritics: πείθαρχος Low diacritics: πείθαρχος Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΟΣ
Transliteration A: peítharchos Transliteration B: peitharchos Transliteration C: peitharchos Beta Code: pei/qarxos

English (LSJ)

ον, (ἀρχή)

   A obedient, π. φρήν A.Pers.374.

German (Pape)

[Seite 543] dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.

Greek (Liddell-Scott)

πείθαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, π. φρὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 374.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
obéissant au chef, docile.
Étymologie: πείθω, ἀρχή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) πειθαρχικός, ευπειθής, («πειθάρχῳ φρενί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -αρχος (< ἀρχή), πρβλ. δήμ-αρχος].

Greek Monotonic

πείθαρχος: -ον (ἀρχή), υπάκουος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πείθαρχος: послушный, покорный (φρήν Aesch.).