πεντακυμία
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ἡ,
A fifth wave, supposed to be larger than the four preceding, Luc.Merc.Cond.2 ; cf. τρικυμία.
German (Pape)
[Seite 556] ἡ, die fünfte Welle, die nach einigen Beobachtungen jedesmal größer als die vier vorhergehenden sein soll; oder, wie Andere erklären, so groß wie fünf andere, Luc. de merc. cond. 1. Vgl. τρικυμία.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰκῡμία: ἡ, πέντε κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ τρικυμία), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ.τρικυμία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
cinquième vague ; vague énorme, celle qui met le comble aux autres (cf. τρικυμία).
Étymologie: πέντε, κῦμα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κυμία (< -κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι-κυμία].
Greek Monotonic
πεντᾰκῡμία: ἡ, το πέμπτο κύμα, θεωρείται πως είναι μεγαλύτερο από τα τέσσερα που προηγούνται, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰκῡμία: ἡ пятая волна, т. е. огромный вал, водяная гора (ср. «девятый вал») Luc.